χυλώσει

χυλώσει
χύλωσις
converting into juice
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
χυλώσεϊ , χύλωσις
converting into juice
fem dat sg (epic)
χύλωσις
converting into juice
fem dat sg (attic ionic)
χυλόω
convert into juice
aor subj act 3rd sg (epic)
χυλόω
convert into juice
fut ind mid 2nd sg
χυλόω
convert into juice
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχύλωτος — η, ο (για όσπρια) αυτός που δεν έχει χυλώσει, που δεν έχει μεταβληθεί σε χυλό με το βράσιμο …   Dictionary of Greek

  • λαπαδιάζω — 1. βράζω το φαγητό, και ειδικά το ρύζι, τόσο ώστε να χυλώσει, κάνω το φαγητό λαπά 2. (αμτβ.) γίνομαι λαπάς («το φαγητό λαπάδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαπαδ (λαπάδες) τού λαπάς + κατάλ. ιάζω (πρβλ. παράς [παράδες]: ξεπαραδ ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • χυλώνω — χύλωσα, χυλωμένος 1. μετατρέπω κάτι σε χυλό. 2. βγάζω το χυμό από κάποιο φυτό, παίρνω το εκχύλισμά του. 3. μεταβάλλομαι σε χυλό: Έχουν χυλώσει οι φακές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”